- βασανιζομένων
- βασανίζωrub upon the touch-stonepres part mp fem gen plβασανίζωrub upon the touch-stonepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυτήριο — και καυτήρι, το (ΑΜ καυτήριον και μτγν. τ. καυστήριον) [καυτήρ] πυρακτωμένο εργαλείο με το οποίο γίνεται καυτηρίαση («τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῑς τε καὶ καυτηρίοις», ΠΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα καυτήρια δραστικές χημικές ουσίες που… … Dictionary of Greek
πεντεσύριγγος — και δ. γρφ. πεντασύριγγος, ον, Α 1. αυτός που έχει πέντε σύριγγες, πέντε οπές 2. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον» (κατά τον Ησύχ.) ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε πέντε οπές μέσα από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια… … Dictionary of Greek